σαννάκιον

σαννάκιον
σαννάκιον
Grammatical information: n.
Meaning: `a kind of cup (Philem. 87
Other forms: also -ακρον
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown.

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σαννάκιον — και σάννακρον, τὸ, Α είδος ποτηριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • τσανάκι — το, Ν 1. πήλινο πιάτο, γαβάθα 2. άνθρωπος ανήθικος, αχρείος και κόλακας («ξέρεις τί τσανάκι είναι αυτός;») 3. (στην Ύδρα και σε άλλα νησιά) κοινή ονομασία τής νόσου λεϊσμανίαση 4. φρ. «χωρίζω τα τσανάκια μου» α) διαμοιράζω τα υπάρχοντα που έχω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”